- ἀθυμίαι
- ἀθῡμίαι , ἀθυμίαlack of spiritfem nom/voc plἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμίαlack of spiritfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неразоумиѥ — НЕРАЗОУМИ|Ѥ (92), ˫А с. 1.Неразумие, недомыслие, нерассудительность: Неразѹмиѥ же ѹбо ѥсть ѥже приходѧштѧмъ благостынѧмъ вѣчьныимъ даръмь бл҃гааго б҃а. ти не пожьдати трьпѣниѥмь и вѣрою. Изб 1076, 48 об.; Иже различьными грѣхы в неразумии ѧти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατεργαστικός — κατεργαστικός, ή, όν (Α) [κατεργάζομαι] 1. κατάλληλος ή ικανός να κατεργάζεται («κατεργαστικὴ δύναμις», Θεόφρ.) 2. καταστρεπτικός («αἱ ἀθυμίαι κατεργαστικαί», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek